- κηληδών
- κηληδών (ἡ)1 charmer χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (= ἴυγγες v. 62: of the decoration of the third temple of Apollo at Delphi, cf. vv. 75—8; Athenaeus 290E, τῶν παρὰ Πινδάρῳ Κηληδόνων, αἳ τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν διὰ τὴν ἡδονὴν ἀφαυαίνεσθαι) Pae. 8.71
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.